- λαβράκιον
- λαβράκιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβρακίου — λαβράκιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρακίων — λαβράκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβράκια — λαβράκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβράκι — Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα,… … Dictionary of Greek